-
21 ἀστειοτάτων
ἀστεῑοτάτων, ἀστεῖοςof the town: fem gen superl plἀστεῑοτάτων, ἀστεῖοςof the town: masc /neut gen superl pl -
22 αστειοτέρας
ἀστεῑοτέρᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem acc comp plἀστεῑοτέρᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
23 ἀστειοτέρας
ἀστεῑοτέρᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem acc comp plἀστεῑοτέρᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
24 αστειοτέρων
ἀστεῑοτέρων, ἀστεῖοςof the town: fem gen comp plἀστεῑοτέρων, ἀστεῖοςof the town: masc /neut gen comp pl -
25 ἀστειοτέρων
ἀστεῑοτέρων, ἀστεῖοςof the town: fem gen comp plἀστεῑοτέρων, ἀστεῖοςof the town: masc /neut gen comp pl -
26 αστειότατα
ἀστεῑότατα, ἀστεῖοςof the town: adverbial superlἀστεῑότατα, ἀστεῖοςof the town: neut nom /voc /acc superl pl -
27 ἀστειότατα
ἀστεῑότατα, ἀστεῖοςof the town: adverbial superlἀστεῑότατα, ἀστεῖοςof the town: neut nom /voc /acc superl pl -
28 αστειότατον
ἀστεῑότατον, ἀστεῖοςof the town: masc acc superl sgἀστεῑότατον, ἀστεῖοςof the town: neut nom /voc /acc superl sg -
29 ἀστειότατον
ἀστεῑότατον, ἀστεῖοςof the town: masc acc superl sgἀστεῑότατον, ἀστεῖοςof the town: neut nom /voc /acc superl sg -
30 αστείας
ἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem acc plἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem gen sg (attic doric aeolic) -
31 ἀστείας
ἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem acc plἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem gen sg (attic doric aeolic) -
32 αστείων
-
33 ἀστείων
-
34 αστείως
-
35 ἀστείως
-
36 ωστεία
ἀστεί̱ᾱ, ἀστεῖοςof the town: fem nom /voc /acc dualἀστεί̱ᾱ, ἀστεῖοςof the town: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
37 ὠστεία
ἀστεί̱ᾱ, ἀστεῖοςof the town: fem nom /voc /acc dualἀστεί̱ᾱ, ἀστεῖοςof the town: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
38 Αστείοις
-
39 Ἀστείοις
-
40 Αστείοισιν
См. также в других словарях:
ἀστεῖος — of the town masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστείος, -α — ο επίρρ. α 1. αυτός που με λόγια ή πράξεις προκαλεί γέλιο, ευτράπελος, χωρατατζής: Πολύ αστείος τύπος ο φίλος σου. 2. γελοίος: Είσαι πολύ αστείος με αυτό το ντύσιμο. 3. ασήμαντος, ανάξιος λόγου: Αστεία υπόθεση αυτή. 4. το ουδ. ως ουσ., αστείο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
ἀστεῖον — ἀστεῖος of the town masc acc sg ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείω — Ἄστειος masc nom/voc/acc dual Ἄστειος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖα — ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖαι — ἀστεῖος of the town fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖε — ἀστεῖος of the town masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖοι — ἀστεῖος of the town masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείοις — Ἄστειος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείοισιν — Ἄστειος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)