-
1 αστείας
ἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem acc plἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἀστείας
ἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem acc plἀστεί̱ᾱς, ἀστεῖοςof the town: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ὑποδίφθερος
A clothed in skins, Luc.Tim.7; so of sheep, bratted, wearing leather coats to protect their fleeces, PCair.Zen.430.3, PHib.1.32.12, PPetr.3p.269, PLond.ined. 2308 (all iii B. C.); ; ἔχει (sc. ἡ χώρα)προβατείαν ὑποδιφθέρου καὶ μαλακῆς ἐρέας Id.12.3.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδίφθερος
См. также в других словарях:
ἀστείας — ἀστεί̱ᾱς , ἀστεῖος of the town fem acc pl ἀστεί̱ᾱς , ἀστεῖος of the town fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκροτέσκο — (grottesco).Όρος της διακοσμητικής τέχνης και της λογοτεχνίας. Στην πρώτη, γ. θεωρείται το είδος εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η φαντασία και το παράδοξο, που φτάνει πολλές φορές έως την υπερβολή. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και οι αρχαίες… … Dictionary of Greek