-
1 αστεργανωρ
-
2 ἀστεργάνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστεργάνωρ
-
3 ἀστεργάνωρ
ἀ-στεργ-άνωρ, ohne Liebe zum Manne, od. die Ehe nicht liebend -
4 αστεργάνορα
-
5 ἀστεργάνορα
См. также в других словарях:
αστεργάνωρ — ἀστεργάνωρ, η (Α) αυτή που δεν έχει αγάπη για τον άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στέργω + άνωρ < ανήρ (ανδρός)] … Dictionary of Greek
ἀστεργάνορα — ἀστεργά̱νορα , ἀστεργάνωρ without love of man masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)