-
1 αστερίσκος
-
2 ἀστερίσκος
-
3 ἀστερίσκος
ἀστερίσκος, ὁ, dim. von ἀστήρ, 1) Sternchen, Callim. frg. – 2) ein Zeichen der Kritiker in Ausgaben von Schriftstellern, s. Osann. Anecdot. Roman. p. 76. 135. 136. 167 Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 25. 51. – 3) bei Theophr. eine Pflanze.
-
4 αστερισκος
ὅ1) звездочка2) пометка на полях Diog.L. -
5 αστερίσκος
αστερίσκος οзвездица – крестообразный металлический предмет, полагаемый на Дискос над Агнцем во время проскомидии. На звездицу полагается покровец. Символизирует небесную твердь (Дискос – землю) и, по более позднему толкованию, Вифлеемскую звездуЭтим.< дргр. αστήρ «звезда»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αστερίσκος
-
6 ἀστερίσκος
ἀστερίσκος, (1) Sternchen (2) ein Zeichen der Kritiker in Ausgaben von Schriftstellern. (3) eine Pflanze -
7 αστερίσκος
ο1) звёздочка; 2) астериск, звёздочка (знак сноски и т. п.) -
8 ἀστερίσκος
A little star, Call.Iamb.1.120, Hipparch.3.5.22 (pl.).2 = ἀστερίσκιον, Eust. 424.5.II asterisk, the mark <*> by which Gramm. distinguished fine passages in Mss., Id.599.34, etc.; also used as a metrical sign, Heph.Poëm.p.74C.III = ἀστὴρ Ἀττικός, blue daisy, Thphr.HP 4.12.2, Ps.-Dsc.4.119.IV capsule of the poppy, Dsc.4.64.VI a geometrical figure, Id.*Stereom.1.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερίσκος
-
9 αστερίσκος
1) asterysk (m) rzecz.2) gwiazdka (f) rzecz.3) odsyłacz (m) rzecz. -
10 αστερίσκος
asteriskΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αστερίσκος
-
11 asterisk
αστερίσκος -
12 asterysk
αστερίσκος -
13 gwiazdka
αστερίσκος -
14 odsyłacz
αστερίσκος -
15 asteriscus
asteriscus, i, m. astérisque. - [gr]gr. ἀστερίσκος.* * *asteriscus, i, m. astérisque. - [gr]gr. ἀστερίσκος.* * *Asteriscus, asterisci, m. g. Diminu. ab Aster. Petite estoile. -
16 asteriscus
asteriscus, ī, m. (ἀστερίσκος), ein Sternchen (*), als kritisches Zeichen an lückenhafte Stellen der Autoren gesetzt, Suet. fr. 107. p. 137, 10 u. 139, 1 5 R. Hier. in Rufin. 2, 8. Isid. 1, 20, 2.
-
17 stellula
-
18 ἀστερισμός
ἀστερισμός, ὁ, Aufzeichnen u. Eintragen der Sterne auf den Himmelsglobus, Ptolem. geogr. 1, 22; auch Lesart der Mss. bei Diod. 19, 34, wo Wesseling ἀστερίσκος ändert, ein Schmuck.
-
19 звёздочка
1. (в цепной передаче) η σιαγόνα 2. полигр. о αστερίσκος, η υποσημείωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звёздочка
-
20 αστερίσκοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀστερίσκος — little star masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστερίσκος — ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ] 1. μικρός αστέρας 2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα).… … Dictionary of Greek
αστερίσκος — ο 1. αστεράκι που μπαίνει σε μια λέξη του κειμένου στην πάνω δεξιά άκρη, για να παραπέμψει σε υποσημείωση ή άλλο συνθηματισμό. 2. λειτουργικό σκεύος αστεροειδές για συγκράτηση του καλύμματος του δίσκου μέσα στον οποίο βρίσκεται ο άγιος άρτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστερίσκοι — ἀστερίσκος little star masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκοις — ἀστερίσκος little star masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκον — ἀστερίσκος little star masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκου — ἀστερίσκος little star masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκους — ἀστερίσκος little star masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκων — ἀστερίσκος little star masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίσκῳ — ἀστερίσκος little star masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Asterisk — This article is about the typographical symbol. For other uses, see Asterisk (disambiguation). See also: * (disambiguation) * Asterisk … Wikipedia