-
1 αστειότεροι
-
2 ἀστειότεροι
См. также в других словарях:
ἀστειότεροι — ἀστεῑότεροι , ἀστεῖος of the town masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αστειότεροι
2 ἀστειότεροι
ἀστειότεροι — ἀστεῑότεροι , ἀστεῖος of the town masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)