-
1 αστειοτάτη
ἀστεῑοτάτη, ἀστεῖοςof the town: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἀστεῑοτάτῃ, ἀστεῖοςof the town: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
2 ἀστειοτάτη
Βλ. λ. αστειοτάτη -
3 ἀστειοτάτῃ
Βλ. λ. αστειοτάτη
См. также в других словарях:
ἀστειοτάτη — ἀστεῑοτάτη , ἀστεῖος of the town fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειοτάτῃ — ἀστεῑοτάτῃ , ἀστεῖος of the town fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)