-
1 ασταχύεσσιν
-
2 ἀσταχύεσσιν
-
3 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092. -
4 ἐπημύω
-
5 ἐπιτρέχω
A- δρᾰμοῦμαι X.Cyn.9.6
, D.17.19 : [tense] aor. 2- έδρᾰμον Il. 4.524
, al. (rarely [tense] aor. I- έθρεξα 13.409
): [tense] pf.- δεδράμηκα X.Oec.15.6
; poet.- δέδρομα Od.
, etc. (v. infr. 11.2):—[voice] Pass., [tense] pf.- δεδράμημαι X.Oec.15.1
: —run upon or at, mostly for the purpose of attack, abs.,ὁ δ' ἐπέδραμεν Il.4.524
, cf. 18.527 ; of dogs,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od.14.30
; make an assault upon,τινί Th.4.32
, X.Cyn.9.6,ἐπί τινα Id.HG5.4.51
.b approach, εἰς ἃς (sc. μοίρας)ἐπιτρέχει ἡ Σελήνη, τούτοις συνάπτει Serapio
in Cat.Cod.Astr.8(4).228.2 run after, be eager or greedy,οὔτι ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Hdt.3.135
; in haste,Pl.
Lg. 799c ; : c. dat., to be greedy for, App.Pun.94.II run over a space, τόσσον ἐπεδραμέτην, of horses, Il.23.433, cf. 418, 447 ; run over or graze the surface, : c. dat.,ἀσταχύεσσιν Call.Aet.3.1.46
.2 to be spread over,λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od.6.45
;κακὴ δ' ἐπιδέδρομεν ἀχλύς 20.357
: c. dat.,τῷ..ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp.82.3
(hex.);ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος A.R.2.670
;οἱ ἔρευθος ἐπιτρέχει Arat.834
, cf. Opp.C.3.94;ἐξανθήματα ἐ. τοῖς σώμασιν Plu.2.671a
; ὄρεσι..ἀφ' ἡλίου μορφαὶ ἐ. ib.934f ;σημείων τῷ νεκρῷ μοχθηρῶν ἐπιδραμ. Id.TG13
, etc.: c. acc., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ when the billow runs over the darkness of the deep, S. Ant. 588(lyr.); τὴν χώραν, of lava, Arist. Mir. 840a5;ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη A.R.1.645
; Πώμην ἐπέδραμε λόγος c. acc. et inf., Plu.Aem. 25.3 of a musician, run over, play upon,ἐ. καλάμους χείλεσι Longus 1.24
;τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr.3.12
;τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath.4.139e
.4 overrun, as an army does a country,ἐ. πεδίον πᾶν Hdt.1.161
;τὰς κώμας πάσας Id.8.23
; τὴν χώρην πᾶσαν ib. 32 ;τὰ ἔξω Th.4.104
.5 run over, treat lightly or summarily of, X.Oec.25.1 ([voice] Pass.) ; τῷ λόγῳ ib.6 ;εὐπόρως ἐ. περί τινος Isoc.Ep.9.6
;μικρὰ περὶ αὐτῶν D.17.19
;τὰς ἀπορίας ἐ. Arist.Pol. 1286a7
;Ἡροδότου.. ἡ λέξις..ῥᾳδίως ἐπιτρέχουσα τοῖς πράγμασιν Plu.2.854e
; ἐ. διὰ βραχυτάτων ib.119e ;τὸ ἐπιτρέχον σχῆμα Hermog.Id.1.11
.6 of a country, spread, extend,ἐπὶ.. D.P.809
; μέσην ἐ. νῆσον ib. 1092.III run close after,ἅρματα..ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέδραμον Il.23.504
; ἐ. τὰ ἴχνη, of hounds, X.Cyn.3.6 : c. dat., follow, Arat.316 ; ἐ. τοῖς θήλεσιν, of the male, Plu.2.965e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτρέχω
-
6 ἠμύω
ἠμύω, [tense] aor. ἤμυσα (v. infr.): [tense] pf. part. ἠμυκώς Sch.Nic.Th. 626; cf. ὑπ-εμνήμυκε:—[dialect] Ep. Verb,A bow down, sink, Hom., only in Il., ; ἤμυσε καρήατι, of a horse, 19.405; of a corn-field,ἐπί τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν 2.148
: metaph., of cities, totter, fall, τῶ κε τάχ' ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος ib. 373; rare in Trag.,χρόνῳ δ'.. ἤμυσε στέγος S.Fr. 864
; later, simply, fall, perish,οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου AP7.715
(Leon.).II trans., cause to fall, ruin,πόλιν Musae.Fr.22
. (In Hom. [pron. full] ῠ in [tense] pres., [pron. full] ῡ in [tense] aor. 1; but [pron. full] ῡ in [tense] pres.κατ-ημύουσιν A.R.3.1400
, cf. Opp.H.1.228, Nic.Al. 453; [pron. full] ῠ in [tense] aor., AP9.262 (Phil.), but [pron. full] ῡ ib.7.715 (v. supr.); cf. ἀμύω, ἐπημύω.) -
7 ἠμύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἠμύω
См. также в других словарях:
ἀσταχύεσσιν — ἄσταχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)