-
1 ασταφίδων
-
2 ἀσταφίδων
См. также в других словарях:
ἀσταφίδων — ἀσταφίς dried grapes fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ασταφίδων
2 ἀσταφίδων
ἀσταφίδων — ἀσταφίς dried grapes fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)