-
1 αστίοχος
-
2 ἀστίοχος
-
3 ἀστίοχος
ἀστίοχος, ὁ,A stink-pot, Hsch. [full] ἄστιππος· ἱππέων ἑβδομήκοντα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστίοχος
См. также в других словарях:
ἀστίοχος — stink pot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)