Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσπούδαστον

См. также в других словарях:

  • ἀσπούδαστον — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc sg ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπούδαστος — η, ο (Α ἀσπούδαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος 2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα αρχ. 1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»