-
1 ασπούδαστον
ἀσπούδαστοςnot zealously pursued: masc /fem acc sgἀσπούδαστοςnot zealously pursued: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀσπούδαστον
ἀσπούδαστοςnot zealously pursued: masc /fem acc sgἀσπούδαστοςnot zealously pursued: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀσπούδαστον — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc sg ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπούδαστος — η, ο (Α ἀσπούδαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος 2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα αρχ. 1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο… … Dictionary of Greek