-
1 ασπισταί
-
2 ἀσπισταί
-
3 λογχήρης
λογχ-ήρης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογχήρης
-
4 ἀσπιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιστής
См. также в других словарях:
ἀσπισταί — ἀσπιστής one armed with a shield masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)