-
1 ασπιδηφόρον
ἀσπιδηφόροςshield-bearing: masc /fem acc sgἀσπιδηφόροςshield-bearing: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀσπιδηφόρον
ἀσπιδηφόροςshield-bearing: masc /fem acc sgἀσπιδηφόροςshield-bearing: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀσπιδηφόρον — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem acc sg ἀσπιδηφόρος shield bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… … Dictionary of Greek