-
1 ασπαστόν
-
2 ἀσπαστόν
-
3 ἀσπαστός
A = ἀσπάσιος, welcome, Hom. (only in Od.), , cf. 5.398, 23.239;κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο Hdt.5.98
; , cf. E.Rh. 348 (lyr.), Them.Or.15.184d ([comp] Comp.). Adv.- τῶς Hdt.4.201
, Lyc.1090;τὸ τῆς ζωῆς ἀ. Epicur.Ep.3p.61U.
; neut. ἀσπαστόν as Adv., Hes.Sc.42.II ἄσπαστον, τό, an instrument of uncertain use, BGU544.25 (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπαστός
-
4 ἀγερωπεῖ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγερωπεῖ
-
5 ἀσπαστός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀσπαστός
См. также в других словарях:
ἀσπαστόν — ἀσπαστός welcome masc acc sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)