-
1 ασπαριζω
См. также в других словарях:
ασπαρίζω — ἀσπαρίζω (Α) ασπαίρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ασπαίρω*, από ένα ρηματικό θ. *ασπαρ (πρβλ. ασκαρίζω*: σκαίρω)] … Dictionary of Greek
ἀσπαρίζει — ἀσπαρίζω pres ind mp 2nd sg ἀσπαρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαρίζοντα — ἀσπαρίζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἀσπαρίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαρίζειν — ἀσπαρίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαρίζωσιν — ἀσπαρίζω pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)