Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀσπαλιεύς

См. также в других словарях:

  • ασπαλιεύς — ἀσπαλιεύς, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀσπαλιεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῖς — ἀσπαλιεύς masc acc pl ἀσπαλιεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῖ — ἀσπαλιεύς masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῦσι — ἀσπαλιεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιεῦσιν — ἀσπαλιεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆες — ἀσπαλιεύς masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆι — ἀσπαλιεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆος — ἀσπαλιεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιήων — ἀσπαλιεύς masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιῆ' — ἀσπαλιῆα , ἀσπαλιεύς masc acc sg (epic ionic) ἀσπαλιῆι , ἀσπαλιεύς masc dat sg (epic ionic) ἀσπαλιῆε , ἀσπαλιεύς masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»