-
1 ἀσκαρής
ἀσκᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκαρής
-
2 ἀσκαρής
ἀ-σκαρής u. ἄ-σκαρθμος, ( σκαίρω), nicht hüpfend -
3 ασκαρές
-
4 ἀσκαρές
См. также в других словарях:
ἀσκαρές — ἀσκαρής not hopping masc/fem voc sg ἀσκαρής not hopping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)