Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀσκᾰλώνιον

См. также в других словарях:

  • ασκαλώνιον — ἀσκαλώνιον, το (AM) μσν. μέτρο για κρασί αρχ. είδος κρεμυδιού της Συρίας («ἀσκαλώνιον κρόμυον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επιθ. Ασκαλώνιος «αυτός που προέρχεται από την Ασκάλωνα (πρβλ. Ασκάλων). Μέσω του λατ. ascalonia (caepa) *scalōnia «το κρεμύδι… …   Dictionary of Greek

  • σκαλώνια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος κρεμμυδιών τής Συρίας, τα ασκαλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλώνια, με σίγηση τού αρκτικού α (βλ. και ασκαλώνιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»