-
1 ασκωλίζειν
-
2 ἀσκωλίζειν
См. также в других словарях:
ἀσκωλίζειν — ἀσκωλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ασκωλίζειν
2 ἀσκωλίζειν
ἀσκωλίζειν — ἀσκωλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)