-
1 ασκητής
-
2 ἀσκητής
-
3 ἀσκητής
ἀσκητής, ὁ, der sich in etwas übt, etwas ausübt, τῶν καλῶν κἀγαϑῶν ἔργων, Ggstz ἰδιώτης, Xen. Cyr. 1, 5, 11; bes. der Athlet von Profession, Plat. Rep. III, 404 a; Xen.; Isocr. 2, 11.
-
4 ασκητης
- οῦ ὅ1) обученный, приобретший навыки(τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων Xen.)
2) борец, атлет Arph., Xen., Isocr., Plat. -
5 ασκητής
ασκητής οаскет, подвижникЭтим.дргр. первоначальное значение слова «обученный, приобретший навык» < ασκώ «упражняться, тренироваться». Значение «аскет, монах» относится к византийскому периоду -
6 ἀσκητής
ἀσκητής, der sich in etwas übt, etwas ausübt; bes. der Athlet von Profession -
7 ἀσκητής
-οῦ ὁ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 12,11he who practises sth; ἀσκητὴς τῆς εὐσεβείας doer of godliness, a pious man -
8 ασκητής
ο, ασκήτρια η аскет; отшельни|к, -ца -
9 ασκητής
[аскитис] ουσ α отшельник, аскет. -
10 ἀσκητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκητής
-
11 ασκητής
ascète -
12 ασκητής
1) anchorite2) hermitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασκητής
-
13 σωμ-ασκητής
σωμ-ασκητής, ὁ, der den Leib übt, bes. im Ringen, auch der Lehrer in Leibesübungen, D. L. 8, 46.
-
14 φων-ασκητής
φων-ασκητής, ὁ, = φωνασκός (?).
-
15 ἐπ-ασκητής
ἐπ-ασκητής, ὁ, = ἀϑλητής, Hesych.
-
16 ασκητά
ἀσκητά̱, ἀσκητήςone who practises any art: masc nom /voc /acc dualἀσκητήςone who practises any art: masc voc sgἀσκητήςone who practises any art: masc nom sg (epic)ἀσκητόςcuriously wrought: neut nom /voc /acc plἀσκητά̱, ἀσκητόςcuriously wrought: fem nom /voc /acc dualἀσκητά̱, ἀσκητόςcuriously wrought: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 ἀσκητά
ἀσκητά̱, ἀσκητήςone who practises any art: masc nom /voc /acc dualἀσκητήςone who practises any art: masc voc sgἀσκητήςone who practises any art: masc nom sg (epic)ἀσκητόςcuriously wrought: neut nom /voc /acc plἀσκητά̱, ἀσκητόςcuriously wrought: fem nom /voc /acc dualἀσκητά̱, ἀσκητόςcuriously wrought: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 ασκητάς
ἀσκητά̱ς, ἀσκητήςone who practises any art: masc acc plἀσκητά̱ς, ἀσκητήςone who practises any art: masc nom sg (epic doric aeolic)ἀσκητά̱ς, ἀσκητόςcuriously wrought: fem acc pl -
19 ἀσκητάς
ἀσκητά̱ς, ἀσκητήςone who practises any art: masc acc plἀσκητά̱ς, ἀσκητήςone who practises any art: masc nom sg (epic doric aeolic)ἀσκητά̱ς, ἀσκητόςcuriously wrought: fem acc pl -
20 ἀσκήτρια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσκητής — one who practises any art masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκητής — ό (AM ἀσκητής, θηλ. ἀσκήτρια) [ασκώ] αυτός που ζει ασκητικά, ο ερημίτης νεοελλ. αυτός που ζει απομονωμένος σαν να είναι ασκητής αρχ. 1. εκείνος που κατέχει μια τέχνη ή εξασκεί κάποιο επάγγελμα 2. αθλητής … Dictionary of Greek
ασκητής — ο θηλ. ήτρια ερημίτης καλόγερος, αναχωρητής: Οι ασκητές έχουν περιορίσει τις ανάγκες τους σε ελάχιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ασκητής, Λουκάς — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Δαδί. Εντάχθηκε στο σώμα του Αθανάσιου Διάκου. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου 1821 … Dictionary of Greek
Λαμπαδός — Ασκητής, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου … Dictionary of Greek
ἀσκηταῖς — ἀσκητής one who practises any art masc dat pl ἀσκητός curiously wrought fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκηταί — ἀσκητής one who practises any art masc nom/voc pl ἀσκητός curiously wrought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητοῦ — ἀσκητής one who practises any art masc gen sg ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητῇ — ἀσκητής one who practises any art masc dat sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητήν — ἀσκητής one who practises any art masc acc sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητῶν — ἀσκητής one who practises any art masc gen pl ἀσκητός curiously wrought fem gen pl ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)