-
1 ασκεπείς
ἀσκεπήςnot covering: masc /fem acc plἀσκεπήςnot covering: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 ἀσκεπεῖς
ἀσκεπήςnot covering: masc /fem acc plἀσκεπήςnot covering: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
ἀσκεπεῖς — ἀσκεπής not covering masc/fem acc pl ἀσκεπής not covering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν έχει κάλυμμα στο κεφάλι, ξεσκούφωτος: Στάθηκαν ασκεπείς και σταυροκοπήθηκαν, για να περάσει η κηδεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)