-
1 ασκαλαβωτών
-
2 ἀσκαλαβωτῶν
См. также в других словарях:
ἀσκαλαβωτῶν — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ασκαλαβωτών
2 ἀσκαλαβωτῶν
ἀσκαλαβωτῶν — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)