-
1 ἀσκάριστος
ἀσκάριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκάριστος
-
2 ασκαρίστω
-
3 ἀσκαρίστῳ
См. также в других словарях:
ασκάριστος — (I) η, ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»]. (II) ἀσκάριστος, ον (Μ) ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»] … Dictionary of Greek
ἀσκαρίστῳ — ἀσκάριστος without struggling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)