Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσκάριστος

См. также в других словарях:

  • ασκάριστος — (I) η, ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»]. (II) ἀσκάριστος, ον (Μ) ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀσκαρίστῳ — ἀσκάριστος without struggling masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»