-
1 ασκάντης
-
2 ἀσκάντης
-
3 ἀσκάντης
ἀσκάντης, ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
-
4 ασκαντης
-
5 ἀσκάντης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκάντης
-
6 ἀσκάντης
-
7 ἀσκάντης
Grammatical information: m.Meaning: `pallet, bier' (Ar.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: A substr. word, rather than vulgar (which solves nothing).Page in Frisk: 1,163Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσκάντης
-
8 ασκάντα
ἀσκάντᾱ, ἀσκάντηςpallet: masc nom /voc /acc dualἀσκάντηςpallet: masc voc sgἀσκάντᾱ, ἀσκάντηςpallet: masc gen sg (doric aeolic)ἀσκάντηςpallet: masc nom sg (epic) -
9 ἀσκάντα
ἀσκάντᾱ, ἀσκάντηςpallet: masc nom /voc /acc dualἀσκάντηςpallet: masc voc sgἀσκάντᾱ, ἀσκάντηςpallet: masc gen sg (doric aeolic)ἀσκάντηςpallet: masc nom sg (epic) -
10 ασκάνται
-
11 ἀσκάνται
-
12 ασκάνταν
-
13 ἀσκάνταν
-
14 νεκυοστολος
-
15 ασκάντη
-
16 ἀσκάντῃ
-
17 ασκάντην
-
18 ἀσκάντην
-
19 ασκάντου
-
20 ἀσκάντου
См. также в других словарях:
ασκάντης — ἀσκάντης, ο (Α) 1. φτωχικό στρώμα, ψάθα 2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν κράββατον» (Ησύχιος)] … Dictionary of Greek
ἀσκάντης — pallet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάνται — ἀσκάντης pallet masc nom/voc pl ἀσκάντᾱͅ , ἀσκάντης pallet masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντην — ἀσκάντης pallet masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντου — ἀσκάντης pallet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντῃ — ἀσκάντης pallet masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντα — ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc nom/voc/acc dual ἀσκάντης pallet masc voc sg ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc gen sg (doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάνταν — ἀσκάντᾱν , ἀσκάντης pallet masc acc sg (epic doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)