Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσκάντης

См. также в других словарях:

  • ασκάντης — ἀσκάντης, ο (Α) 1. φτωχικό στρώμα, ψάθα 2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν κράββατον» (Ησύχιος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀσκάντης — pallet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάνται — ἀσκάντης pallet masc nom/voc pl ἀσκάντᾱͅ , ἀσκάντης pallet masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντην — ἀσκάντης pallet masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντου — ἀσκάντης pallet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντῃ — ἀσκάντης pallet masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάντα — ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc nom/voc/acc dual ἀσκάντης pallet masc voc sg ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc gen sg (doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκάνταν — ἀσκάντᾱν , ἀσκάντης pallet masc acc sg (epic doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»