-
1 ασεβες
См. также в других словарях:
ἀσεβές — ἀσεβής ungodly masc/fem voc sg ἀσεβής ungodly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀσεβές — ἀσεβές , ἀσεβής ungodly masc/fem voc sg ἀσεβές , ἀσεβής ungodly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нечьстивыи — (408) пр. 1.Нечестивый, безбожный: добри сѹште без дѣтии сѹть и ѹбози. а дрѹзии нечьстиви сѹште дѣти имѹть и бо||гатьство и добрѹ жизнь. (ἀσεβεῖς) Изб 1076, 124–124 об.; имѣ˫аи прѣлюбодѣицю безѹмьнъ и нечьстивъ. (ἀσεβής) КЕ XII, 65б; июда… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek
ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… … Православная энциклопедия