-
1 αρία
ἀρίᾱ, ἄριοιfem nom /voc /acc dualἀρίᾱ, ἄριοιfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀρίᾱ, ἀρίαfem nom /voc /acc dualἀρίᾱ, ἀρίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀρίᾱͅ, ἄριοιfem dat sg (attic doric aeolic)ἀρίᾱͅ, ἀρίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αρία
Ἀρίᾱ, Ἄριοςfem nom /voc /acc dualἈρίᾱ, Ἄριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀρίᾱͅ, Ἄριοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Αρια
-
4 Ἄρια
-
5 άρια
-
6 ἄρια
-
7 ἀρία
-
8 ἀρία
Grammatical information: f.Derivatives: On Delos we have ἀρείνος `of oak' (IG XI 2, 161 A, 70.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρία
-
9 ἀρία
Βλ. λ. αρία -
10 ἀρίᾳ
Βλ. λ. αρία -
11 Ἀρία
Βλ. λ. Αρία -
12 Ἀρίᾳ
Βλ. λ. Αρία -
13 άρια
ariaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άρια
-
14 αρίας
ἀρίᾱς, ἄριοιfem acc plἀρίᾱς, ἄριοιfem gen sg (attic doric aeolic)ἀρίᾱς, ἀρίαfem acc plἀρίᾱς, ἀρίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ἀρίας
ἀρίᾱς, ἄριοιfem acc plἀρίᾱς, ἄριοιfem gen sg (attic doric aeolic)ἀρίᾱς, ἀρίαfem acc plἀρίᾱς, ἀρίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ωρία
ἀρίᾱ, ἄριοιfem nom /voc /acc dualἀρίᾱ, ἄριοιfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀρίᾱ, ἀρίαfem nom /voc /acc dualἀρίᾱ, ἀρίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
17 ὠρία
ἀρίᾱ, ἄριοιfem nom /voc /acc dualἀρίᾱ, ἄριοιfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀρίᾱ, ἀρίαfem nom /voc /acc dualἀρίᾱ, ἀρίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
18 τάρι'
Ἄρια, Ἄριοςneut nom /voc /acc plἌρια, Ἄριοςneut nom /voc /acc plἌριε, Ἄριοςmasc voc sgἌριε, Ἄριοςmasc /fem voc sgἌριαι, Ἄριοςfem nom /voc plἌριι, Ἄριςfem dat sg (epic doric ionic aeolic)Ἄριε, Ἄριςfem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἄρια, ἄριοιneut nom /voc /acc plἄριε, ἄριοιmasc voc sgἄριαι, ἄριοιfem nom /voc plἄριαι, ἀρίαfem nom /voc plἄριο, αἴρωattach: aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἄριο, αἴρωattach: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἄ̱ριο, αἴρωattach: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἔρια, ἔριονwool: neut nom /voc /acc plἔριο, ἔρομαιask: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἔριο, ἔρομαιask: pres imperat mp 2nd sg (epic doric) -
19 τἄρι'
Ἄρια, Ἄριοςneut nom /voc /acc plἌρια, Ἄριοςneut nom /voc /acc plἌριε, Ἄριοςmasc voc sgἌριε, Ἄριοςmasc /fem voc sgἌριαι, Ἄριοςfem nom /voc plἌριι, Ἄριςfem dat sg (epic doric ionic aeolic)Ἄριε, Ἄριςfem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἄρια, ἄριοιneut nom /voc /acc plἄριε, ἄριοιmasc voc sgἄριαι, ἄριοιfem nom /voc plἄριαι, ἀρίαfem nom /voc plἄριο, αἴρωattach: aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἄριο, αἴρωattach: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἄ̱ριο, αἴρωattach: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἔρια, ἔριονwool: neut nom /voc /acc plἔριο, ἔρομαιask: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἔριο, ἔρομαιask: pres imperat mp 2nd sg (epic doric) -
20 αρίαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρία — ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίᾳ — ἀρίᾱͅ , ἄριοι fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱͅ , ἀρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρία — Ἀρίᾱ , Ἄριος fem nom/voc/acc dual Ἀρίᾱ , Ἄριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίᾳ — Ἀρίᾱͅ , Ἄριος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
-αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… … Dictionary of Greek
άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
άρια — η (λ. ιταλ.), μακριά μονωδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριά — βλ. αραιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄρια — Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)