Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρία

  • 1 αρία

    ἀρίᾱ, ἄριοι
    fem nom /voc /acc dual
    ἀρίᾱ, ἄριοι
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ἀρίᾱ, ἀρία
    fem nom /voc /acc dual
    ἀρίᾱ, ἀρία
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ——————
    ἀρίᾱͅ, ἄριοι
    fem dat sg (attic doric aeolic)
    ἀρίᾱͅ, ἀρία
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αρία

  • 2 Αρία

    Ἀρίᾱ, Ἄριος
    fem nom /voc /acc dual
    Ἀρίᾱ, Ἄριος
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ——————
    Ἀρίᾱͅ, Ἄριος
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Αρία

  • 3 Αρια

    Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl
    Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > Αρια

  • 4 Ἄρια

    Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl
    Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > Ἄρια

  • 5 άρια

    ἄριοι
    neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > άρια

  • 6 ἄρια

    ἄριοι
    neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > ἄρια

  • 7 ἀρία

    ἀρία, , [dialect] Dor. for φελλόδρυς, Thphr.HP3.16.3, al. (Prob. for ἀρέα, cf. ἀρέϊνος.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρία

  • 8 ἀρία

    Grammatical information: f.
    Meaning: Dorian for φελλόδρυς `holm-oak' (Thphr.)
    Derivatives: On Delos we have ἀρείνος `of oak' (IG XI 2, 161 A, 70.
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: Unknown.
    Page in Frisk: --

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρία

  • 9 ἀρία

    Βλ. λ. αρία

    Morphologia Graeca > ἀρία

  • 10 ἀρίᾳ

    Βλ. λ. αρία

    Morphologia Graeca > ἀρίᾳ

  • 11 Ἀρία

    Βλ. λ. Αρία

    Morphologia Graeca > Ἀρία

  • 12 Ἀρίᾳ

    Βλ. λ. Αρία

    Morphologia Graeca > Ἀρίᾳ

  • 13 άρια

    aria

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άρια

  • 14 αρίας

    ἀρίᾱς, ἄριοι
    fem acc pl
    ἀρίᾱς, ἄριοι
    fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀρίᾱς, ἀρία
    fem acc pl
    ἀρίᾱς, ἀρία
    fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αρίας

  • 15 ἀρίας

    ἀρίᾱς, ἄριοι
    fem acc pl
    ἀρίᾱς, ἄριοι
    fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀρίᾱς, ἀρία
    fem acc pl
    ἀρίᾱς, ἀρία
    fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀρίας

  • 16 ωρία

    ἀρίᾱ, ἄριοι
    fem nom /voc /acc dual
    ἀρίᾱ, ἄριοι
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ἀρίᾱ, ἀρία
    fem nom /voc /acc dual
    ἀρίᾱ, ἀρία
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ωρία

  • 17 ὠρία

    ἀρίᾱ, ἄριοι
    fem nom /voc /acc dual
    ἀρίᾱ, ἄριοι
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ἀρίᾱ, ἀρία
    fem nom /voc /acc dual
    ἀρίᾱ, ἀρία
    fem nom /voc sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὠρία

  • 18 τάρι'

    Ἄρια, Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl
    Ἄρια, Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl
    Ἄριε, Ἄριος
    masc voc sg
    Ἄριε, Ἄριος
    masc /fem voc sg
    Ἄριαι, Ἄριος
    fem nom /voc pl
    Ἄριι, Ἄρις
    fem dat sg (epic doric ionic aeolic)
    Ἄριε, Ἄρις
    fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)
    ἄρια, ἄριοι
    neut nom /voc /acc pl
    ἄριε, ἄριοι
    masc voc sg
    ἄριαι, ἄριοι
    fem nom /voc pl
    ἄριαι, ἀρία
    fem nom /voc pl
    ἄριο, αἴρω
    attach: aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)
    ἄριο, αἴρω
    attach: aor imperat mid 2nd sg (doric)
    ἄ̱ριο, αἴρω
    attach: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἔρια, ἔριον
    wool: neut nom /voc /acc pl
    ἔριο, ἔρομαι
    ask: aor imperat mid 2nd sg (doric)
    ἔριο, ἔρομαι
    ask: pres imperat mp 2nd sg (epic doric)

    Morphologia Graeca > τάρι'

  • 19 τἄρι'

    Ἄρια, Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl
    Ἄρια, Ἄριος
    neut nom /voc /acc pl
    Ἄριε, Ἄριος
    masc voc sg
    Ἄριε, Ἄριος
    masc /fem voc sg
    Ἄριαι, Ἄριος
    fem nom /voc pl
    Ἄριι, Ἄρις
    fem dat sg (epic doric ionic aeolic)
    Ἄριε, Ἄρις
    fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)
    ἄρια, ἄριοι
    neut nom /voc /acc pl
    ἄριε, ἄριοι
    masc voc sg
    ἄριαι, ἄριοι
    fem nom /voc pl
    ἄριαι, ἀρία
    fem nom /voc pl
    ἄριο, αἴρω
    attach: aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)
    ἄριο, αἴρω
    attach: aor imperat mid 2nd sg (doric)
    ἄ̱ριο, αἴρω
    attach: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἔρια, ἔριον
    wool: neut nom /voc /acc pl
    ἔριο, ἔρομαι
    ask: aor imperat mid 2nd sg (doric)
    ἔριο, ἔρομαι
    ask: pres imperat mp 2nd sg (epic doric)

    Morphologia Graeca > τἄρι'

  • 20 αρίαν

    ἀρίᾱν, ἄριοι
    fem acc sg (attic doric aeolic)
    ἀρίᾱν, ἀρία
    fem acc sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αρίαν

См. также в других словарях:

  • ἀρία — ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίᾳ — ἀρίᾱͅ , ἄριοι fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱͅ , ἀρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρία — Ἀρίᾱ , Ἄριος fem nom/voc/acc dual Ἀρίᾱ , Ἄριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίᾳ — Ἀρίᾱͅ , Ἄριος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • άρια — η (λ. ιταλ.), μακριά μονωδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριά — βλ. αραιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄρια — Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»