Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρωμᾰτώδης

См. также в других словарях:

  • ἀρωματώδης — likespice masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀρωματώδης likespice masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀρωματώδης likespice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωματώδης — (AM ἀρωματώδης, ες) [άρωμα (Ι)] γεμάτος άρωμα, ευωδιαστός …   Dictionary of Greek

  • ἀρωματῶδες — ἀρωματώδης likespice masc/fem voc sg ἀρωματώδης likespice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωματώδεις — ἀρωματώδης likespice masc/fem acc pl ἀρωματώδης likespice masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωματωδῶν — ἀρωματώδης likespice masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»