-
1 αρωματώδης
ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem nom sg -
2 ἀρωματώδης
ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem nom sg -
3 ἀρωματώδης
A likespice, spicy, Dsc.1.13, Gal.1.399,Ath.1.33e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρωματώδης
-
4 ἀρωματώδης
ἀρωματ-ώδης, gewürzartig, gewürzhaft -
5 αρωματώδες
-
6 ἀρωματῶδες
-
7 αρωματώδεις
ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem acc plἀρωματώδηςlikespice: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
8 ἀρωματώδεις
ἀρωματώδηςlikespice: masc /fem acc plἀρωματώδηςlikespice: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
9 αρωματωδών
-
10 ἀρωματωδῶν
См. также в других словарях:
ἀρωματώδης — likespice masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀρωματώδης likespice masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀρωματώδης likespice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωματώδης — (AM ἀρωματώδης, ες) [άρωμα (Ι)] γεμάτος άρωμα, ευωδιαστός … Dictionary of Greek
ἀρωματῶδες — ἀρωματώδης likespice masc/fem voc sg ἀρωματώδης likespice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματώδεις — ἀρωματώδης likespice masc/fem acc pl ἀρωματώδης likespice masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματωδῶν — ἀρωματώδης likespice masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek