-
1 αρωματιζω
-
2 ἀρωματίζω
-
3 ἀρωματίζω
ἀρωματίζω, würzen; nach Gewürz riechen, schmecken -
4 αρωματίζω
μετ. душить, делать благоуханным;αρωματίζομαι — душиться
-
5 αρωματίζω
[ароматиэо] р. делать душистым, душить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρωματίζω
-
6 αρωματίζω
[ароматиэо] ρ делать душистым, душить. -
7 ἀρωματίζω
ἀρωμᾰτ-ίζω [ᾰρ],A spice,στέαρ Dsc.1.66
:—[voice] Pass., Id.2.76.10;ἠρωματις μένον ἔλαιον Inscr.Prien.112.62
(i B.C.).2 intr., have a spicy flavour or scent, D.S.2.49, Str.16.2.41, Plu.2.623e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρωματίζω
-
8 αρωματίζω
güzel koku vermek -
9 αρωματίζω
parfumer -
10 κατ-αρωματίζω
κατ-αρωματίζω, mit Wohlgerüchen erfreuen, Sp.
-
11 ὑπ-αρωματίζω
ὑπ-αρωματίζω, ein wenig aromatisch od. gewürzig riechen od. schmecken, Sp.
-
12 parfumer
αρωματίζω -
13 αρωμάτιζε
ἀ̱ρωμάτιζε, ἀρωματίζωspice: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀρωματίζωspice: pres imperat act 2nd sgἀρωματίζωspice: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
14 ἀρωμάτιζε
ἀ̱ρωμάτιζε, ἀρωματίζωspice: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀρωματίζωspice: pres imperat act 2nd sgἀρωματίζωspice: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
15 αρωματιζούσας
ἀρωματιζούσᾱς, ἀρωματίζωspice: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἀρωματιζούσᾱς, ἀρωματίζωspice: pres part act fem gen sg (doric) -
16 ἀρωματιζούσας
ἀρωματιζούσᾱς, ἀρωματίζωspice: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἀρωματιζούσᾱς, ἀρωματίζωspice: pres part act fem gen sg (doric) -
17 αρωματιζόντων
ἀρωματίζωspice: pres part act masc /neut gen plἀρωματίζωspice: pres imperat act 3rd pl -
18 ἀρωματιζόντων
ἀρωματίζωspice: pres part act masc /neut gen plἀρωματίζωspice: pres imperat act 3rd pl -
19 αρωματίζει
-
20 ἀρωματίζει
См. также в других словарях:
αρωματίζω — αρωματίζω, αρωμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρωματίζω — (AM ἀρωματίζω) [άρωμα (Ι)] 1. ευωδιάζω 2. ραντίζω ή επαλείφω με άρωμα … Dictionary of Greek
αρωματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αλείφω ή ραντίζω κάτι με άρωμα ή προσθέτω σε κάτι άρωμα: Το ούζο το αρωματίζουν με γλυκάνισο. – Δε βγαίνει από το σπίτι του, αν δεν αρωματιστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρωματιζόντων — ἀρωματίζω spice pres part act masc/neut gen pl ἀρωματίζω spice pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματίζει — ἀρωματίζω spice pres ind mp 2nd sg ἀρωματίζω spice pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματίζον — ἀρωματίζω spice pres part act masc voc sg ἀρωματίζω spice pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματίζοντα — ἀρωματίζω spice pres part act neut nom/voc/acc pl ἀρωματίζω spice pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματίζουσι — ἀρωματίζω spice pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀρωματίζω spice pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρωματισμένον — ἀρωματίζω spice perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀρωματίζω spice perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρφουμαρίζω — αρωματίζω το πρόσωπο, τα χέρια, τα μαλλιά κ.λπ. με αρωματικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parfumer < γαλλ. parfum «άρωμα»] … Dictionary of Greek
ἀρωματιζούσης — ἀρωματίζω spice pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)