-
1 αρωγοναυτης
-
2 ἀρωγοναύτης
A helper of sailors, AP9.290 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρωγοναύτης
-
3 ἀρωγοναύτης
-
4 αρωγοναύτας
ἀρωγοναύτᾱς, ἀρωγοναύτηςhelper of sailors: masc acc plἀρωγοναύτᾱς, ἀρωγοναύτηςhelper of sailors: masc nom sg (epic doric aeolic) -
5 ἀρωγοναύτας
ἀρωγοναύτᾱς, ἀρωγοναύτηςhelper of sailors: masc acc plἀρωγοναύτᾱς, ἀρωγοναύτηςhelper of sailors: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀρωγοναύτας — ἀρωγοναύτᾱς , ἀρωγοναύτης helper of sailors masc acc pl ἀρωγοναύτᾱς , ἀρωγοναύτης helper of sailors masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)