Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀρχ-ώνης

См. также в других словарях:

  • ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 …   Dictionary of Greek

  • θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… …   Dictionary of Greek

  • τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… …   Dictionary of Greek

  • ιππωνία — η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη) η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό αρχ. φόρος για την πώληση ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνία (< ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο ωνία, ελαι ωνία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»