-
1 ἀρχ-ηγός
ἀρχ-ηγός, anfangend, veranlassend, κακῶν ἀρχηγὸν ἐκφαίνεις λόγον, Unheil verkündend, Eur. Hipp. 881; τὸ αἴτιον καὶ τὸ ἀρχ. αὐτῶν Plat. Crat. 401 d. Gew. subst., der Urheber, ϑεὸς τῶν πάντων Plat. Tim. Locr, 96 c; ἀρχ. γενόμενος τοῦ διαδιδομένου χρυσίου Din. 3, 7; αὐτοῖς τῶν ἀγαϑῶν ἐγένοντο Isocr. 4, 61; τόλμα νεῶν ἀρχηγέ Antiphil. 24 (IX, 29). Bes. Ahnherr, τοῠ γένους Isocr. 5, 32; Gründer, τῆς πόλεως Plat. Tim. 21 e; vgl. Soph. O. C. 60. – Anführer, Aesch. Ag. 250; Epigr. bei Thuc. 1, 132; Theocr. 22, 110; τιμαὶ ἀρχηγοί, königliche Würde, Eur. Tr. 196; τὸ μέγιστον καὶ ἀρχ. Plat. Soph. 243 d.
-
2 ἀρχηγός
ἀρχ-ηγός, anfangend, veranlassend; subst., der Urheber. Bes. Ahnherr; Gründer; Anführer -
3 αρχηγος
-
4 ἡγέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `lead, go ahead', posthom. also `think, believe';Other forms: Dor. ἁγ-, aor. ἡγήσασθαι, fut. ἡγήσομαι (Il.), perf. ἥγημαι, ἅγ- (Hdt., Pi.), aor. pass. ἡγήθην (Pl. Lg. 770b)Compounds: very often with prefix in different meanings, δι-, εἰσ-, ἐξ-, καθ-, περι-, ὑφ- etc. As 1. member in governing compp., e. g. `Ηγησί-λεως, Άγησί-λαος (Hdt.; also as appellative) - Also ἡγέ-ομαι as 2. member in formations in - της, e. g. κυν-ηγέτης "leader of dogs", `hunter' (Od.), ἀρχ-ηγέτης, f. - τις `who has the power, originator' (Hdt.), partly beside - ηγός and connected with ἄγω, s. Chantraine Et. sur le vocab. gr. 88ff., Sommer 12 w. n. 1. Another compound with σ-stem is περι-ηγής `forming a circle' (Emp., A. R.).Derivatives: Many derivv., also from the compp. (Dor. forms not sep. noted). Nomina actionis: 1. ἥγησις `leading' (LXX), older and more usual εἰσ-, ἐξ-, δι-, περι-, ὑφ-ήγησις etc. (cf. Holt Les noms d'action en - σις, s. index);. 2. ἥγημα `leading, opinion' (LXX, Pergamon), older and more usual ἀφ-, εἰσ-ήγημα etc. with - ηγημάτιον, - ηγηματικός. Nomina agentis: 3. ἡγεμών, - όνος m. `leader' (Il.; on the formation Schwyzer 522, Fraenkel Glotta 32, 25f,; also from the compp., e. g. καθηγεμών) with ἡγεμονεύω `lead, rule' (Il.; like βασιλεύω), rarely - έω (Pl.; cf. Fraenkel Denom. 184f., Schwyzer 732), ἡγεμον-ία, ἡγεμόνευ-μα, ἡγεμον-ικός a. o.; fem. ἡγεμόνη surname of Artemis a. o. (Call.; Schwyzer 490 n. 4, Sommer Nominalkomp. 145). 4. ` Ηγήμων Att. PN (cf. ἥγημα). 5. ἡγήτωρ, - ορος m. `id.' (Il.), Άγήτωρ surname of Zeus in Sparta (X.), also name of the Aphrodite-priests in Cyprus (E. Kretschmer Glotta 18, 87). 6. ἡγητήρ, - ῆρος m. `id.' (Pi., S.; also ὑφ-, προ-, καθ-ηγητήρ [trag.]) with ( προ-)ἡγήτειρα (A. R.), - τήριος (Ath.). 7. ἡγητής `id.' (A. Supp. 239), usually εἰσ-, ἐξ-, δι-, καθ-, προ-ηγητής (IA); on semantic differentiation of ἡγήτωρ, - ητήρ Benveniste Noms d'agent 46; on ἡγητής Fraenkel Nom. ag. 2, 13. Adj. 8. ( ἐξ-, δι- etc.) ἡγητικός (hell.). - On ἡγηλάζω s. v.Etymology: Iterative present ἡγέομαι, ἁ̄γέομαι, from which all other forms were derived, has a close correspondence in the yot-presents Lat. sāgio `trace, track down' = Germ., e. g. Goth. sokjan `search, attack' (the latter could also be from * sāgeio\/e-). From WestIE. one adduces OIr. saigim, -id `trace something, search', prob a yot-present (from * sh₂g-), s. Thurneysen Grammar 354; for the vowel cf. Lat. săgāx. Uncertain is Hitt. šak-ḫi, -i `know'. - The word may come from the language of hunters, prop. `search'; further Schwyzer 29 and Chantraine l. c.Page in Frisk: 1,621-622Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡγέομαι
См. также в других словарях:
στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… … Dictionary of Greek
κυνηγός — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.… … Dictionary of Greek
ιματηγός — ἱματηγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ηγός (< ἄγω, με λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ ηγός, κυν ηγός] … Dictionary of Greek
ιππηγός — ἱππηγός, όν (Α) (για πλοία) αυτός που μεταφέρει ίππους, ο ιππαγωγός (« ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ηγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. αρχ ηγός, στρατ ηγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κοπρηγός — κοπρηγός, όν (Α) 1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ ηγός, στρατ ηγός] … Dictionary of Greek
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
χορηγός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.). * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, ίδος, Α 1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη… … Dictionary of Greek
ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή … Dictionary of Greek
ποδηγός — και δωρ. τ. ποδαγός, όν, ΜΑ 1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ. β. «ποδηγῷ καὶ… … Dictionary of Greek