-
1 ἀρχεφοδεία
ἀρχ-εφοδεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχεφοδεία
См. также в других словарях:
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
εφοδεύω — (ΑΜ ἐφοδεύω) [έφοδος] επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία αρχ. 1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.) 2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ («ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ … Dictionary of Greek