Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρχῐερωσύνη

См. также в других словарях:

  • ἀρχιερωσύνη — high priesthood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερωσύνῃ — ἀρχιερωσύνη high priesthood fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερωσύνηι — ἀρχιερωσύνῃ , ἀρχιερωσύνη high priesthood fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερωσύνην — ἀρχιερωσύνη high priesthood fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερωσύνης — ἀρχιερωσύνη high priesthood fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερωσύνας — ἀρχιερωσύνᾱς , ἀρχιερωσύνη high priesthood fem acc pl ἀρχιερωσύνᾱς , ἀρχιερωσύνη high priesthood fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιεροσύνη — η (AM ἀρχιερωσύνη) το αξίωμα του αρχιερέα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»