-
1 αρχιερωσύνη
ἀρχιερωσύνηhigh-priesthood: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀρχιερωσύνηhigh-priesthood: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αρχιερωσυνη
ἡ досл. сан верховного жреца, в Риме - верховный понтификат Plut. -
3 ἀρχιερωσύνη
ἀρχῐερωσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιερωσύνη
-
4 ἀρχιερωσύνη
Βλ. λ. αρχιερωσύνη -
5 ἀρχιερωσύνῃ
Βλ. λ. αρχιερωσύνη -
6 αρχιερωσύνη
η см. αρχιερατεία -
7 ἀρχιερωσύνη
-ης ἡ N 1 0-0-0-0-13=13 1 Mc 7,21; 11,27.57; 14,38; 16,24high priesthood; neol.? -
8 ἀρχιερωσύνη
-
9 αρχιερωσύνας
ἀρχιερωσύνᾱς, ἀρχιερωσύνηhigh-priesthood: fem acc plἀρχιερωσύνᾱς, ἀρχιερωσύνηhigh-priesthood: fem gen sg (doric aeolic) -
10 ἀρχιερωσύνας
ἀρχιερωσύνᾱς, ἀρχιερωσύνηhigh-priesthood: fem acc plἀρχιερωσύνᾱς, ἀρχιερωσύνηhigh-priesthood: fem gen sg (doric aeolic) -
11 αρχιερωσύνηι
-
12 ἀρχιερωσύνηι
-
13 αρχιερωσύνην
-
14 ἀρχιερωσύνην
-
15 αρχιερωσύνης
-
16 ἀρχιερωσύνης
См. также в других словарях:
ἀρχιερωσύνη — high priesthood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερωσύνῃ — ἀρχιερωσύνη high priesthood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερωσύνηι — ἀρχιερωσύνῃ , ἀρχιερωσύνη high priesthood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερωσύνην — ἀρχιερωσύνη high priesthood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερωσύνης — ἀρχιερωσύνη high priesthood fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερωσύνας — ἀρχιερωσύνᾱς , ἀρχιερωσύνη high priesthood fem acc pl ἀρχιερωσύνᾱς , ἀρχιερωσύνη high priesthood fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιεροσύνη — η (AM ἀρχιερωσύνη) το αξίωμα του αρχιερέα … Dictionary of Greek