-
1 τριήρ-αρχος
τριήρ-αρχος, ὁ, ältere Form von τριηράρχης; bei Thuc. schwankt der Accent in τριηράρχων, 6, 31 u. sonst; Xen. Hell. 1, 1, 19 Oec. 2, 8; s. Böckh ath. Staatsh. II p. 113. – Bei Her. 8, 93 Befehlshaber einer Triere, wie Pol. 1, 50, 4.
-
2 συν-τριήρ-αρχος
συν-τριήρ-αρχος, ὁ, der mit Andern zugleich oder zusammen einen Dreiruderer ausrüstet, Dem. 21, 161.
-
3 τριήραρχος
τριήρ-αρχος, ὁ, Befehlshaber einer Triere -
4 τριηραρχος
ὅ триерарх1) командир триеры Her., Thuc., Xen.2) командующий триерами, т.е. флотом Polyb.3) в Афинах - лицо, обязанное снарядить на свой счет триеру для государства Thuc., Arph. -
5 συντριήραρχος
συν-τριήρ-αρχος, ὁ, der mit anderen zugleich oder zusammen einen Dreiruderer ausrüstet
См. также в других словарях:
θεαρχία — η (AM θεαρχία) 1. η ύψιστη θεότητα, η ύψιστη θεία αρχή, το θείον, η ιδιότητα τού θεού ως άρχοντος τού κόσμου 2. η θεοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αρχία (< άρχος < άρχω), πρβλ. τριηρ αρχία (< τριήρ αρχος)] … Dictionary of Greek
εφήβαρχος — Δημόσιο αξίωμα που ίσχυσε σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Από επιγραφές κυρίως της ελληνιστικής εποχής μαθαίνουμε για τους ε. των πόλεων, στους οποίους είχε ανατεθεί η επίβλεψη των εφήβων στο γυμναστήριο. Επίσης, φρόντιζαν για την καλή… … Dictionary of Greek
μόναρχος — και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α) 1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.) 2. δυνάστης 3. αρχηγός, ηγεμόνας 4. επώνυμος… … Dictionary of Greek