Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀρχέχορος

См. также в других словарях:

  • αρχέχορος — ἀρχέχορος, ον (Α) ο εξάρχων, αυτός που διευθύνει τον χορό …   Dictionary of Greek

  • ἀρχεχόροιο — ἀρχέχορος leading the chorus masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεχόρου — ἀρχέχορος leading the chorus masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»