-
1 αρχεχορος
См. также в других словарях:
αρχέχορος — ἀρχέχορος, ον (Α) ο εξάρχων, αυτός που διευθύνει τον χορό … Dictionary of Greek
ἀρχεχόροιο — ἀρχέχορος leading the chorus masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεχόρου — ἀρχέχορος leading the chorus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek