-
1 αρχέπολις
-
2 ἀρχέπολις
-
3 αρχεπολις
-
4 ἀρχέπολις
ἀρχέπολις f. adj.,1 ruling the city “ ἔνθα νιν (= Κυράναν) ἀρχέπολιν θήσεις” P. 9.54 -
5 ἀρχέπολις
ἀρχέ-πολις, ι,A ruling a city, Pi.P.9.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχέπολις
-
6 ἀρχέπολις
-
7 αρχέπολιν
-
8 ἀρχέπολιν
См. также в других словарях:
αρχέπολις — ἀρχέπολις, ο (Α) αυτός που άρχει σε μια πόλη, ο ηγέτης … Dictionary of Greek
ἀρχέπολις — ruling a city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχέπολιν — ἀρχέπολις ruling a city fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek