-
1 ἀρχοντιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχοντιάω
См. также в других словарях:
κλαυσιώ — κλαυσιῶ, άω (Α) 1. κλαυσείω*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω 2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. ιάω / ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ ιάω / ῶ «επιθυμώ να γίνω… … Dictionary of Greek