Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀρχοντικῶν

См. также в других словарях:

  • ἀρχοντικῶν — ἀρχοντικός of an archon fem gen pl ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • φανάπτης — ὁ, Μ ο φανανάπτης, ιδίως τών αρχοντικών οικιών και τών ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης] …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • γυναικωνίτης — Ο ιδιαίτερος χώρος του σπιτιού που προοριζόταν παλαιότερα για τη διαμονή των γυναικών και, αργότερα, ο ιδιαίτερος για τις γυναίκες χώρος των χριστιανικών ναών. Η συνήθεια της απομόνωσης των γυναικών σε ιδιαίτερο χώρο ή σε μία πτέρυγα της… …   Dictionary of Greek

  • Καφάτος, Ματθαίος — (12ος αι.). Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν ένας από τους δώδεκα γιους αρχοντικών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης, τους οποίους έστειλε στην Κρήτη ο αυτοκράτορας Αλέξιος Β’ Κομνηνός (1180 83), για να στελεχώσουν τη φεουδαρχική διάρθρωση του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»