-
1 ἀρχισυνάγωγος
A ruler of a synagogue, Ev.Marc. 5.22, al., IG14.2304, Ramsay Cities and Bishoprics No.559:—hence [suff] ἀρχι-συνᾰγωγέω, BCH8.463 (Thessalonica, ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχισυνάγωγος
См. также в других словарях:
αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek