Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀρχι-ποιμήν

См. также в других словарях:

  • πρωτοποίμην — ένος, ὁ, Α 1. πρώτος ποιμένας 2. μτφ. αρχιεπίσκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ποιμήν, ένος (πρβλ. αρχι ποίμην)] …   Dictionary of Greek

  • φιλοποίμην — (Μεγαλόπολη περ. 252 π.Χ. – Μεσσηνία 184 π.Χ.). Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διακρίθηκε στη μάχη της Σελλασίας εναντίον του Κλεομένη Γ’ (222 π.Χ.) και το 208 π.Χ. νίκησε στη Μαντίνεια τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα. Επανεξελέγη στρατηγός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»