-
1 ἀρχιγένεθλος
ἀρχι-γένεθλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιγένεθλος
См. также в других словарях:
προγένεθλος — ον, Ν αυτός που γεννήθηκε πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αρχι γένεθλος] … Dictionary of Greek