-
1 αρχιθεωρία
ἀρχιθεωρίᾱ, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem nom /voc /acc dualἀρχιθεωρίᾱ, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀρχιθεωρία
ἀρχιθεωρίᾱ, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem nom /voc /acc dualἀρχιθεωρίᾱ, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀρχιθεωρία
ἀρχι-θεωρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιθεωρία
-
4 αρχιθεωρίας
ἀρχιθεωρίᾱς, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem acc plἀρχιθεωρίᾱς, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἀρχιθεωρίας
ἀρχιθεωρίᾱς, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem acc plἀρχιθεωρίᾱς, ἀρχιθεωρίαthe office of: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀρχιθεωρία — ἀρχιθεωρίᾱ , ἀρχιθεωρία the office of fem nom/voc/acc dual ἀρχιθεωρίᾱ , ἀρχιθεωρία the office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιθεωρία — ἀρχιθεωρία, η (Α) [αρχιθέωρος] το αξίωμα του αρχιθεώρου … Dictionary of Greek
ἀρχιθεωρίας — ἀρχιθεωρίᾱς , ἀρχιθεωρία the office of fem acc pl ἀρχιθεωρίᾱς , ἀρχιθεωρία the office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liturgie (Athènes) — Liturgie (Grèce antique) Cet article concerne l obligation fiscale pesant sur les riches en Grèce antique. Pour le sens religieux du terme, voir liturgie … Wikipédia en Français
Liturgie (Grèce antique) — Cet article concerne l obligation fiscale pesant sur les riches en Grèce antique. Pour le sens religieux du terme, voir liturgie. D … Wikipédia en Français
Liturgia (Antigua Grecia) — Para el término religioso, véase liturgia … Wikipedia Español
αρχιθεώρησις — ἀρχιθεώρησις, η (Α) η αρχιθεωρία … Dictionary of Greek
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek