Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρχεδίκης

См. также в других словарях:

  • αρχεδίκης — ἀρχεδίκης, ο (Α) ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρχεδίκης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχεδίκης — Ἀρχεδίκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδικᾶν — ἀρχεδίκης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδικῶν — ἀρχεδίκης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδίκη — ἀρχεδίκης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδίκην — ἀρχεδίκης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδίκαν — ἀρχεδίκᾱν , ἀρχεδίκης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀρχεδίκης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»