-
1 αρχεδίκης
-
2 ἀρχεδίκης
-
3 αρχεδικης
-
4 Αρχεδίκης
-
5 Ἀρχεδίκης
-
6 ἀρχεδίκης
ἀρχε-δίκης, Besitzer von Anfang an, rechtmäßiger Besitzer -
7 αρχεδίκαν
-
8 ἀρχεδίκαν
-
9 αρχεδικάν
-
10 ἀρχεδικᾶν
-
11 αρχεδικών
-
12 ἀρχεδικῶν
-
13 αρχεδίκη
-
14 ἀρχεδίκη
-
15 αρχεδίκην
-
16 ἀρχεδίκην
См. также в других словарях:
αρχεδίκης — ἀρχεδίκης, ο (Α) ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀρχεδίκης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχεδίκης — Ἀρχεδίκη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεδικᾶν — ἀρχεδίκης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεδικῶν — ἀρχεδίκης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεδίκη — ἀρχεδίκης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεδίκην — ἀρχεδίκης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεδίκαν — ἀρχεδίκᾱν , ἀρχεδίκης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀρχεδίκης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek