-
1 αρχαικος
-
2 αρχαικός
-
3 ἀρχαικός
-
4 ἀρχαϊκός
A old-fashioned, in manners, etc.,ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.Nu. 821
;ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀρχαϊκός Antiph.44
; of literary style, D.H.Comp.22: [comp] Sup., Plu. 2.238c; τὰ Ἀρχαϊκά, title of work by Epicurus, Juvenilia, Phld.Sto. Herc.339.17. Adv. ; ἀ. ἔχειν τοῖς σχήμασι Chron.Lind.B.90; stupidly, Aristid.1.482 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχαϊκός
-
5 ἀρχαϊκός
ἀρχαϊκός, für ἀρχαιϊκός, alterthümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte, ἐν τοῖς ἤϑεσιν, Antiphan. Ath. IV, 143 a; Plut.; ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar. Nub. 811.
-
6 ἀρχαϊκός
ἀρχαϊκός, altertümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte -
7 αρχαϊκός
η, ό[ν]1) архаический; древний; 2) относящийся к старине, старинный; 3) устаревший, старомодный -
8 αρχαϊκός
archaïque -
9 αρχαικά
ἀρχᾱϊκά, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc plἀρχᾱϊκά̱, ἀρχαικόςold-fashioned: fem nom /voc /acc dualἀρχᾱϊκά̱, ἀρχαικόςold-fashioned: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 ἀρχαικά
ἀρχᾱϊκά, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc plἀρχᾱϊκά̱, ἀρχαικόςold-fashioned: fem nom /voc /acc dualἀρχᾱϊκά̱, ἀρχαικόςold-fashioned: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 αρχαικώτερον
ἀρχᾱϊκώτερον, ἀρχαικόςold-fashioned: adverbial compἀρχᾱϊκώτερον, ἀρχαικόςold-fashioned: masc acc comp sgἀρχᾱϊκώτερον, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc comp sg -
12 ἀρχαικώτερον
ἀρχᾱϊκώτερον, ἀρχαικόςold-fashioned: adverbial compἀρχᾱϊκώτερον, ἀρχαικόςold-fashioned: masc acc comp sgἀρχᾱϊκώτερον, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc comp sg -
13 αρχαικών
ἀρχᾱϊκῶν, ἀρχαικόςold-fashioned: fem gen plἀρχᾱϊκῶν, ἀρχαικόςold-fashioned: masc /neut gen pl -
14 ἀρχαικῶν
ἀρχᾱϊκῶν, ἀρχαικόςold-fashioned: fem gen plἀρχᾱϊκῶν, ἀρχαικόςold-fashioned: masc /neut gen pl -
15 αρχαικόν
ἀρχᾱϊκόν, ἀρχαικόςold-fashioned: masc acc sgἀρχᾱϊκόν, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc sg -
16 ἀρχαικόν
ἀρχᾱϊκόν, ἀρχαικόςold-fashioned: masc acc sgἀρχᾱϊκόν, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc sg -
17 αρχαικώτατον
ἀρχᾱϊκώτατον, ἀρχαικόςold-fashioned: masc acc superl sgἀρχᾱϊκώτατον, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc superl sg -
18 ἀρχαικώτατον
ἀρχᾱϊκώτατον, ἀρχαικόςold-fashioned: masc acc superl sgἀρχᾱϊκώτατον, ἀρχαικόςold-fashioned: neut nom /voc /acc superl sg -
19 αρχαιότροπος
-
20 αρχαική
См. также в других словарях:
αρχαϊκός — ή, ό (AM ἀρχαϊκός, ή, όν) [αρχαίος] αυτός που μιμείται ή θυμίζει τους αρχαίους στη γλώσσα, στις σκέψεις ή στο ντύσιμο νεοελλ. εκείνος που ανήκει στους προκλασικούς χρόνους (7ο και 6ο π.Χ. αιώνα) … Dictionary of Greek
ἀρχαικός — ἀρχᾱϊκός , ἀρχαικός old fashioned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαϊκός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους προκλασικούς χρόνους: Η αρχαϊκή τέχνη είναι ο πρόδρομος της κλασικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
ἀρχαικά — ἀρχᾱϊκά , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc pl ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc/acc dual ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαικώτερον — ἀρχᾱϊκώτερον , ἀρχαικός old fashioned adverbial comp ἀρχᾱϊκώτερον , ἀρχαικός old fashioned masc acc comp sg ἀρχᾱϊκώτερον , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek
ἀρχαικῶν — ἀρχᾱϊκῶν , ἀρχαικός old fashioned fem gen pl ἀρχᾱϊκῶν , ἀρχαικός old fashioned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαικόν — ἀρχᾱϊκόν , ἀρχαικός old fashioned masc acc sg ἀρχᾱϊκόν , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)