-
1 ἑδώλιον
ἑδώλιον, τό (ἕδος), Sitz, Aufenthalt, Wohnung, nur im plur.; πωλικά, νυμφικά, Aesch. Spt. 436 Ch. 69; ἀρχαιόπλουτα Soph. El. 1385, von Suid. ἑδράσματα, οἰκήματα erkl.; ναυτικά Soph. Ai. 1256, Schol. σανιδώματα, Schiffsgebälk; Ruderbänke, Eur. Hel. 1571; στάντα ἐν τοῖς ἑδωλίοισι, auf dem Verdeck, Her. 1, 24; Suid. erkl. ὑποστρώματα. Nach Poll. 4, 132 Sitze im Theater.
См. также в других словарях:
ἀρχαιόπλουτα — ἀρχαιόπλουτος rich from olden time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)