Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρχαιοτάτων

См. также в других словарях:

  • ἀρχαιοτάτων — ἀρχαῑοτάτων , ἀρχαῖος from the beginning fem gen superl pl ἀρχαῑοτάτων , ἀρχαῖος from the beginning masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… …   Dictionary of Greek

  • Arba, Greece — Arba (Greek: Άρβα, Modern Transliteraion: Arva ), also with the first a accented was an ancient city in northern Achaea (now commonly Achaia and a prefecture) in Greece. [ [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?lookup=Paus.+7.18.1 Pausanias …   Wikipedia

  • Panagiotis Karatzas — For the Greek basketball player who participated in the national team in 1987, see Panagiotis Karatzas (basketball) Infobox Person name = Panagiotis Karatzas Παναγιώτης Καρατζάς birth date = birth place = Patras, (now Greece) death date = 1821… …   Wikipedia

  • Chalandritsa — Χαλανδρίτσα Location …   Wikipedia

  • Демофил (архиепископ Константинопольский) — Демофил Δημόφιλος 32 й архиепископ Константинопольский начало 370   26 ноября 380 …   Википедия

  • Евагрий (архиепископ Константинопольский) — У этого термина существуют и другие значения, см. Евагрий. Архиепископ Евагрий Αρχιεπίσκοπος Εὐάγριος 33 й архиепископ Константинопольский начало …   Википедия

  • Кумас, Константинос — Константинос Кумас Κωνσταντίνος Κούμας …   Википедия

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»