-
1 αρχαιογόνων
-
2 ἀρχαιογόνων
См. также в других словарях:
ἀρχαιογόνων — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρχαιογόνων
2 ἀρχαιογόνων
ἀρχαιογόνων — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)