Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρχέγονος

См. также в других словарях:

  • ἀρχέγονος — original masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχέγονος — η, ο (AM ἀρχέγονος, ον) 1. ο παλαιός, ο αρχαίος, ο πρώτος του γένους 2. ο πρωταρχικός νεοελλ. ο πρωτόγονος ή ο καθυστερημένος …   Dictionary of Greek

  • αρχέγονος — η, ο αρχικός, παλιός, πρωτόγονος, καθυστερημένος: Η έρευνα των αρχέγονων πολιτισμών είναι πολύ δύσκολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχεγονώτερον — ἀρχέγονος original masc acc comp sg ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc comp sg ἀρχέγονος original adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεγονώτατον — ἀρχέγονος original masc acc superl sg ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχέγονον — ἀρχέγονος original masc/fem acc sg ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεγονώτερα — ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεγονώτεραι — ἀρχέγονος original fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεγόνοιο — ἀρχέγονος original masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεγόνοις — ἀρχέγονος original masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεγόνοισι — ἀρχέγονος original masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»