-
1 αρχαιρεσια
I.ἥ1) тж. pl. выборы должностных лиц Her., Xen., Plat.2) (в Риме; лат. comitia) комиции Polyb.II.τά Polyb., Plut. = ἀρχαιρεσία См. αρχαιρεσια 2 -
2 αρχαγγελος
-
3 αρχαιρεσιαζω
1) выбирать должностных лиц Isae., Plut.2) (лат. ambire magistratum) домогаться своего избрания Polyb., Plut. -
4 αρχηγετευω
-
5 αρχηγετεω
-
6 αρχηγετης
дор. ἀρχᾰγέτᾱς - ου ὅ1) основатель, родоначальник(δήμου Plat.; τοῦ γένους Isocr.)
2) первопричина, творец(τύχης Eur.)
3) предводитель, вождь(Τιρυνθίων Pind.; Πλαταιέων Plut.)
-
7 αρχηγος
-
8 αρχιερατικος
-
9 αρχιερευς
-
10 οπη
I.ἥ [ὄψ II]1) дыра, прореха (sc. τοῦ τριβωνίου Arph.)2) яма, пещера(ἐν τῇ γῇ Arst.)
3) дымовое отверстие (в крыше) Arph.II.1) (туда), кудаἄρχ΄, ὅ. σε θυμὸς κελεύει Hom. — веди, куда велит твое мужество;
τουτ΄ ἤδη ὅ. ἀποβήσεται, ἄδηλον Plat. — к чему это приведет, неясно;ὅ. γῆς Eur. etc. (лат. ubi terrarum) — в какое бы место ни, куда бы ни, тж. где бы ни2) (там), гдеὅ. ἂν τύχωσι τῆς γῆς Plat. — где бы они ни находились
3) (так), как, каким образомὅ. δυνατον Xen. — так, как возможно;
εἴτε ὅ. δέ καὴ ὅπως Plat. — таким ли, или иным способом;ὅ. ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Thuc. — если бы так было угодно обоим -
11 αρχή
η1) начало;αρχή της οδού — начало дороги;
απ' ( — или εξ) αρχης, απ' ( — или από) την αρχή — сначала;
στην αρχή — или στίς αρχες — или κατ' αρχάς — в начале;
στίς αρχές τοβ μηνός — в начале месяца;
κάνω αρχή — начинать;
κάνω την αρχή — положить начало;
2) πλ. начала, основные положения, основы;οι αρχές της χημείας — начала химии;
3) принцип; правило;κατ' αρχήν — в принципе; — как правило, в основном, вообще;
εμμονή ( — или αφοσίωση) σε αρχές — принципиальность;
άνθρωπος με αρχές — принципиальный человек;
άνευ αρχων — или χωρίς αρχές — без принципов, беспринципный;
4) основа, предпосылка; условие;5) власть; πλ. власти, правительство;αί αρχαί της πόλεως — городские власти;
§ αρχή αρχ во-первых;
αρχή τό ήμισυ τού παντός — начало - половина дела;
κάθε αρχή και δύσκολη — погов, лиха беда начало
-
12 αύλαξ
(-ακος) η1) борозда (тж. анат.); 2) αρχ. каннелюра; 3) тех выемка; паз; жёлоб; 4) канава, ров; 5) сток; отвод; 6) мор. кильватер; 7) мор. подходной канал, водный подход (в порту, гавани и т п.) -
13 τρίπτυχο(ν)
το αρχ. жив. триптих -
14 τρίπτυχο(ν)
το αρχ. жив. триптих
См. также в других словарях:
αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… … Dictionary of Greek
Ἀρχ' — Ἀρκά , Ἀρκάς Arcadian masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχ' — ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀρχαί , ἀρχή beginning fem nom/voc pl ἀρχί , ἀρχίς fem voc sg ἀρχέ , ἀρχός leader masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχ' — Ἄρκα , Ἄρκας masc voc sg (doric aeolic) Ἄρκα , Ἄρκας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄρκαι , Ἄρκας masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἄρκᾱͅ , Ἄρκας masc dat sg (doric aeolic) Ἄρκαι , Ἄρκη fem nom/voc pl Ἄρκᾱͅ , Ἄρκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχ' — ἄρκαι , ἄρκη arca fem nom/voc pl ἄρκᾱͅ , ἄρκη arca fem dat sg (doric aeolic) ἄρκε , ἄρκος bear masc voc sg ἄρχε , ἄρχω to be first pres imperat act 2nd sg ἄρχε , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
Λακεδαίμονα — (αρχ. Λακεδαίμων). Ονομασία κατά την ομηρική εποχή της Λακωνικής, δηλαδή της εύφορης χώρας της Λακωνίας που βρισκόταν στην κοιλάδα του Ευρώτα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο η ονομασία αυτή επικράτησε για τη Σπάρτη. Τότε, ήταν ένας μικρός οικισμός, ο… … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek