-
1 ἀρτ-όπτης
-
2 ἀρτόπτης
ἀρτ-όπτης, der Bäcker; auch Gerät zum Brotbacken
См. также в других словарях:
χαλκόπτης — ὁ, Α αυτός που λειώνει σε καμίνι τον χαλκό, που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. ἀρτ όπτης, γαστρ όπτης. Οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί αντί τών αναμενόμενων σε οπτήτης (< ὀπτῶ + κατάλ. της*) με… … Dictionary of Greek