-
1 ἀρτί-πους
-
2 ἀρτίπους
I ([etym.] ἄρτιος, πούς) sound of foot, ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, opp. χωλός, Od.8.31c, cf. Hdt.3.130, Them.Or.21.255c.2 generally, strong or swift of foot,ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Il.9.505
;ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg. 795d
.II ([etym.] ἄρτι, πούς) coming just in time, S.Tr.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίπους
-
3 ἀρτίπους
-
4 αρτιπους
1) крепкий ногами, имеющий здоровые ноги Hom., Her., Plut., Luc.2) быстроногий, проворный Hom., Plat.3) только что или как раз пришедший(ἀ. θρῴσκει δόμους Soph.)
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
χαμαίπους — ουν, Α (συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζός («χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί πους, ὑψί πους] … Dictionary of Greek
κραταίπους — κραταίπους, ουν (Α) αυτός που έχει δυνατά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτί πους, ωκύ πους)] … Dictionary of Greek
υψίπους — ουν, Α 1. αυτός που έχει ψηλά πόδια 2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί πους)] … Dictionary of Greek