Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀρτῐ-πους

См. также в других словарях:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίπους — ουν, Α (συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζός («χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί πους, ὑψί πους] …   Dictionary of Greek

  • κραταίπους — κραταίπους, ουν (Α) αυτός που έχει δυνατά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτί πους, ωκύ πους)] …   Dictionary of Greek

  • υψίπους — ουν, Α 1. αυτός που έχει ψηλά πόδια 2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί πους)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»